Play
Play
Play
Play
Play
Play
Play
Υπόμνημα στον Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων, κ. Ιωάννη Βρούτση, απέστειλε χθες η ΓΣΕΒΕΕ για το Σχέδιο Νόμου «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Ψηφιακός Μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- Ε.Φ.Κ.Α.)» που τέθηκε σε διαβούλευση και διαμορφώθηκε σε ένα βαθμό από την αναγκαιότητα τροποποίησης σημαντικών διατάξεων του Ν. 4387 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ΣτΕ.
Η παράμετρος αυτή προσέδωσε μια επείγουσα διάσταση ανάληψης εκείνων των ενεργειών που έπρεπε να ολοκληρωθούν από την μεριά της Κυβέρνησης, προκειμένου να καταρτιστεί ένα νομοσχέδιο που αφενός να θεραπεύει τα συνταγματικά ζητήματα, αφετέρου να καθορίζει ένα συνεκτικό και δίκαιο ασφαλιστικό πλαίσιο. Ένα αδιαμφισβήτητα σύνθετο εγχείρημα δεδομένης της αναγκαιότητας συλλογής, επεξεργασίας και ανάλυσης στοιχείων που απαιτείτο ώστε να μην διαταραχθεί και η δημοσιονομική ισορροπία.
Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δικαιολογητική βάση αποφυγής διενέργειας συστηματικού κοινωνικού διαλόγου για ένα μάλιστα δομικό ζήτημα, όπως το ασφαλιστικό, που η οποιαδήποτε πυρηνική τροποποίηση του συνεπάγεται κοινωνικές, δημοσιονομικές και αναπτυξιακές επιπτώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θεσμικός κοινωνικός διάλογος, δεν αποτελεί μια διεκπεραιωτική διαδικασία, αλλά βασικό συστατικό για την διαμόρφωση συνεκτικών και ολοκληρωμένων πολιτικών. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί και την βάση για την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων εφόσον γίνεται με ειλικρίνεια, καλή πίστη και χωρίς κρυφές ατζέντες.
Η περιστασιακή και alcart ενεργοποίηση του κοινωνικού διαλόγου ή/και των θεσμών που τον στεγάζουν, που κατά συρροή χρησιμοποιήθηκαν ως διαδικασίες κατά τη διάρκεια των μνημονίων ούτε μας ικανοποιούν, ούτε όμως και αποτελούν στοιχεία αποκατάστασης της δημοκρατίας μας, που τόσο επλήγει κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η ενημέρωση μας, για ένα ζήτημα που από μόνο του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και επιπλέον μας αφορά άμεσα, δεν είναι παραγωγικό, ούτε και συνάδει με τις αρχές της καλής νομοθέτησης να γίνεται μέσα από δημοσιεύματα. Επιπλέον, η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης παρά την χρησιμότητα της, δεδομένης της δυνατότητας που δίνει σε κάθε πολίτη να εκφράσει την άποψη του, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο του θεσμικού κοινωνικού διαλόγου.
Άλλωστε, οι κοινωνικοί εταίροι δεν περιορίζονται μόνο σε παράθεση αιτημάτων και διεκδικήσεων, που βέβαια απορρέουν από τα προβλήματα που μας κοινοποιούν τα δεκάδες χιλιάδες μέλη μας πανελλαδικά. Έχουν δημιουργήσει ερευνητικά ινστιτούτα που με επιστημονικό τρόπο μας επικουρούν, ώστε οι προτάσεις και παρεμβάσεις μας να συνοδεύονται από τεκμηρίωση και πραγματισμό, παράγοντας παράλληλα πλήθος ερευνητικών και μελετητικών κειμένων για ένα μεγάλο εύρος οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Θεωρούμε λοιπόν ότι το επόμενο διάστημα θα πρέπει η συζήτηση για το ασφαλιστικό να πραγματοποιηθεί σε θεσμοποιημένη βάση, τόσο για τα εκκρεμή ζητήματα, όσο και για τα ζητήματα εκείνα που ενδεχομένως θα προκύψουν από την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού.
Όσον αφορά την αξιολόγηση των ρυθμίσεων που εισάγει του σχεδίου νόμου «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Ψηφιακός Μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- Ε.Φ.Κ.Α.)» σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις – Ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας
Για τις αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, κατ’ εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ, το Υπουργείο Εργασίας κατέληξε στην επιλογή της επιστροφής στο μοντέλο των ασφαλιστικών κλάσεων (κατηγόριων), με την ειδοποιός διαφορά της ελεύθερης επιλογής της ασφαλιστικής κατηγορίας από τον ασφαλισμένο. Υπενθυμίζουμε ότι ανάλογη πρόταση είχε καταθέσει η ΓΣΕΒΕΕ προς το Υπουργείο Εργασίας το 2013, ως όμως έναν αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης των σοβαρών ταμειακών ελλειμμάτων που αντιμετώπιζε τότε ο ΟΑΕΕ, με την αποσύνδεση της ασφαλιστικής κλάσης από τον ασφαλιστικό χρόνο που εν μέσω κρίσης είχε οδηγήσει το 50% των πρώην ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ εκτός ασφαλιστικού συστήματος. Πρόταση η οποία τελικά δεν υιοθετήθηκε.
Με το νέο σύστημα εισφορών που προτείνεται καταργείται η μέχρι πρότινος σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα, που αποτελεί πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ, εξασφαλίζει καλύτερες προϋποθέσεις για ένα δίκαιο και αναλογικό ασφαλιστικό σύστημα.
Το μοντέλο της ελεύθερης επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας, παρά την απλότητα του και την ελκυστικότητα του ιδίως για τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα, χαρακτηρίζεται από την άνιση κατανομή των βαρών, στοιχείο που μας προβληματίζει. Αντιλαμβανόμαστε ότι η ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας απαντά στην αδυναμία του Ν. 4387 να ορίσει μια αποτελεσματική διαδικασία σύνδεσης της εισφοράς με το εισόδημα (προηγούμενο φορολογικό έτος ως βάση υπολογισμού της εισφοράς), ωστόσο δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι το νέο καθεστώς, αφενός θα εφαρμοστεί εντός ενός ασφαλιστικού ταμείου με κοινές παροχές που χρηματοδοτούνται από όλους τους ασφαλισμένους (εργαζόμενους, ελευθέρους επαγγελματίες, αυτοτελώς απασχολούμενους, αγρότες), με ότι αντιδράσεις μπορεί να δημιουργήσει η ελευθερία επιλογής για τους ασφαλισμένους του ταμείου όπου δεν προβλέπεται ανάλογη μεταχείριση, αφετέρου αποτελεί στοιχείο στρέβλωσης του ανταγωνισμού υπέρ των μεγαλύτερων εισοδημάτων, καθώς είτε 1.000€ είτε 10.000€ είτε 100.000€ είτε 1.000.000€ εισόδημα έχει κάποιος θα διατηρεί την δυνατότητα να πληρώνει την κατώτερη εισφορά. Με άλλα λόγια απουσιάζει η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας που αποτελεί μια εκ των θεμελιωδών αρχών των διανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, ενώ φαίνεται πως δεν λαμβάνεται υπόψη η διαχρονικά χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση.
Επιπλέον, για τα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα σε σχέση με τον Ν. 4387 καταγράφεται μια αύξηση της εισφοράς κατά 20%, συγκρίνοντας την 1η ασφαλιστική κατηγορία με την κατώτατη εισφορά βάσει του Ν. Κατρούγκαλου, που αφορά το 80% περίπου των ασφαλισμένων του πρώην ΟΑΕΕ. Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμάται ότι οι νέες εισφορές δημιουργούν ένα επιπρόσθετο συνολικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές και φορολογία) στο 55% των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ από την άλλη μεριά μειώνεται το κόστος αυτό προοδευτικά για το υπόλοιπο 45%. Μια επιπρόσθετη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η ενδεχόμενη απώλεια εσόδων από την εφαρμογή των νέων ασφαλιστικών εισφορών. Σύμφωνα με μια μετριοπαθή εκτίμηση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η συνολική απώλεια εσόδων θα κυμανθεί περίπου στα 200 εκ. €, χωρίς να έχει συνυπολογιστεί το τρέχον ποσοστό εισπραξιμότητας των εισφορών και οι αρνητικές συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει στην εισπραξιμότητα η αύξηση των εισφορών για την συντριπτική πλειοψηφία των ασφαλισμένων. Το ερώτημα είναι διττό, πως και από πού θα καλυφθεί αυτή η απώλεια εσόδων, τι θα γίνει με τους ασφαλισμένους εκείνους που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες αυξημένες εισφορές ;
Με βάση αυτά θεωρούμε ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί η δυνατότητα η εισφορά της 1ης υποχρεωτικής ασφαλιστικής κατηγορίας να μην υπερβαίνει το ύψος της σημερινής κατώτατης εισφοράς. Επιπλέον και σε κάθε περίπτωση προτείνουμε την σύσταση ομάδας εργασίας με την συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και άλλων φορέων που θα αξιολογήσει την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού πλαισίου και θα προτείνει τροποποιήσεις ή/και συμπληρώσεις όπου θα απαιτηθεί.
Πέραν των παραπάνω θετικά αξιολογούνται οι ρυθμίσεις για την πολλαπλή, παράλληλη και διαδοχική ασφάλιση, όπως και η πρόβλεψη για μειωμένες εισφορές των νέων επαγγελματιών.
Όσον αφορά τις συντάξεις, θετικές κρίνονται οι αλλαγές προς τα πάνω στα ποσοστά αναπλήρωσης. Θα πρέπει, ωστόσο, να επανεξεταστούν τα ποσοστά αναπλήρωσης για τα 45 χρόνια και πάνω που βαίνουν μειούμενα σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, καθώς και η διατήρηση της έκπτωσης στο 15% για τις περιπτώσεις εφάπαξ εξαγοράς πλασματικού χρόνου ασφάλισης.
Επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί ειδική μέριμνα για οφειλέτες ασφαλισμένους του πρώην ΟΑΕΕ, που οι οφειλές τους δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, δεν μπόρεσαν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με την τελευταία ρύθμιση και δεν μπορούν να συνταξιοδοτηθούν κάνοντας χρήση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου παρακράτησης από την σύνταξη των οφειλών.
e-ΕΦΚΑ – Ψηφιακός μετασχηματισμός
Η δημιουργία του e- ΕΦΚΑ με την διοικητική και οργανωτική ενοποίηση του ΕΦΚΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, διατηρεί την ίδια δομή σύνθεσης του ΔΣ του ΕΦΚΑ, όπου η ΓΣΕΒΕΕ κατ’ επανάληψη έχει εκφράσει την αντίθεση της. Η Διοίκηση του νέου ταμείου (άρθρο 4) δεν αποκαθιστά την αυτοτελή εκπροσώπηση της ΓΣΕΒΕΕ στο Διοικητικό Συμβούλιο. Δεν λαμβάνεται πρόνοια ως προς την εκπροσώπηση των κοινωνικών εταίρων στη διοίκηση του νέου οργανισμού, καθώς τόσο οι φορείς των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων υποεκπροσωπούνται ή υπάρχει ο κίνδυνος να ετεροεκπροσωπηθούν από φορείς με χαμηλότερο βαθμό κοινωνικής αντιπροσώπευσης. Ουσιαστικά οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες του συστήματος (οι αυτοαπασχολούμενοι, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι), και συνάμα οι δικαιούχοι συνεχίζουν να μην έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα όργανα διοίκησης και στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και ελέγχου του νέου οργανισμού.
Από την άλλη μεριά, εισάγονται ρυθμίσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ΕΦΚΑ, ώστε να γίνει περισσότερο φιλικός προς τους χρήστες με την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών. Προκειμένου να εφαρμοστεί το φιλόδοξο αυτό σχέδιο απαιτείται να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων, όπως του ΕΦΚΑ, ΑΤΛΑΣ, ΕΡΓΑΝΗ, ΗΔΙΚΑ, ΑΑΔΕ ώστε να προωθηθεί η ενοποίηση της βάσης των ασφαλιστικών δεδομένων και να καταστεί εφικτή η ψηφιοποίηση όλων των λειτουργιών της κοινωνικής ασφάλισης. Θεωρητικά ο ψηφιακός μετασχηματισμός που επιχειρείται στον ΕΦΚΑ θα οδηγήσει σε μείωση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και του χρόνου εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων. Το εύρος των αλλαγών και ο σύντομος χρόνος που φαίνεται πως επιχειρείται να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών και την ανησυχία δημιουργίας ηλεκτρονικής γραφειοκρατίας περισσότερο περίπλοκης και κοστοβόρας. Με αλλά λόγια ο ψηφιακός μετασχηματισμός του ΕΦΚΑ, που στοχεύει στην διευκόλυνση των ασφαλισμένων, για να επιτευχτεί προϋποθέτει ένα τεράστιο εύρος παραμετρικών αλλαγών και διαλειτουργικότητας συστημάτων, που ακόμα και εάν υπήρχε ένας άρτιος οργανωτικά και διοικητικά μηχανισμός είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσε να ολοκληρώσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο εγχείρημα εντός των ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων που έχουν τεθεί. Προς επίρρωση των παραπάνω χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μέχρι σήμερα μη εκκαθάριση από τον ΕΦΚΑ των ληξιπροθέσμων ασφαλιστικών εισφορών των ετών 2017 και 2018 που έχει αφήσει χιλιάδες επαγγελματίες, που έχουν κάνει αίτηση ένταξης στην ρύθμιση των 120 δόσεων, σε αναμονή και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης. Πέραν αυτών δεν φαίνεται να υπάρχει καμία πρόβλεψη για διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν στην ενδεχόμενη περίπτωση που το σύστημα ή τα υποσυστήματα του παρουσιάσουν δυσλειτουργίες. Επιπλέον δεν έχει γίνει καμία αναφορά για την ανάγκη κατάρτισης που απαιτείται να γίνει σε όλους στους χρήστες του συστήματος, ώστε να εξοικειωθούν με το νέο ψηφιακό περιβάλλον και να μπορούν να ολοκληρώνουν οι ίδιοι βασικές ψηφιακές διαδικασίες. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε σημεία του Δημοσίου που θα μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις παρεχόμενες ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά και την δυνατότητα να ολοκληρώνουν διαδικασίες για λογαριασμό των ασφαλισμένων όπου απαιτείται. Με βάση αυτά η συγχώνευση των εναπομεινάντων ασφαλιστικών ταμείων και παράλληλα η προσπάθεια ψηφιακού μετασχηματισμού τους είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει τεράστια διοικητικά και οργανωτικά προβλήματα δοκιμάζοντας τις αντοχές των ασφαλισμένων και των υπαλλήλων του e- ΕΦΚΑ. Θεωρούμε ότι κατ’ αρχάς θα πρέπει να γίνει αναλυτική αποτύπωση των προβλημάτων και δυσλειτουργιών που παρουσιάζει το υφιστάμενο σύστημα, ακολούθως να γίνουν προτάσεις για τροποποίηση ρυθμίσεων όπου απαιτείται και αφού ολοκληρωθούν οι προαναφερόμενες διαδικασίες να προχωρήσουν οι ψηφιακές αλλαγές. Προφανώς οι ενέργειες που αφορούν στην διαλειτουργικότητα των συστημάτων αποτελούν διαδικασίες που θα πρέπει να προχωρήσουν σε κάθε περίπτωση.
Συνοπτικά οι προτάσεις της ΓΣΕΒΕΕ: