Η ετήσια έρευνα που παρουσιάζεται διεξάγεται από το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE από το Δεκέμβριο του 2011. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 804 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα μεταξύ 5-10 Δεκεμβρίου 2020. Στόχος της έρευνας ήταν η καταγραφή των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στο εισόδημα, τις δαπάνες και την καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, που προκύπτουν εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών, καθώς και η αποτύπωση της στάσης σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης και τις φορολογικές και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις. Τα ευρήματα αυτής της έρευνας μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των προηγούμενων ερευνών.
Ετήσια έρευνα IME ΓΣΕΒΕΕ “Εισόδημα - δαπάνες νοικοκυριών 2019”
Βελτίωση της οικονομίας και της κατανάλωσης των νοικοκυριών με χαμηλές όμως προσδοκίες. Κρίσιμες προκλήσεις για το μέλλον.
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών με έτος αναφοράς το 2019, είναι η 8η κατά σειρά, και αποτελεί την 2η που διεξάγεται έπειτα από την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση ορισμένων βαθμών ελευθερίας της εγχώριας οικονομικής πολιτικής. Τα ευρήματα της έρευνας ευθυγραμμίζονται με τη γενικότερη τάση αισιοδοξίας που επικρατεί στους φορείς της ελληνικής οικονομίας (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, επενδυτές) και η οποία αποτυπώνεται ως βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών. Ουσιαστικά, παγιώνεται η αντίληψη ότι η χώρα έχει υπερβεί οριστικά τη δυσκολότερη περίοδο της πρόσφατης οικονομικής της ιστορίας.
Ωστόσο, όπως προκύπτει, η 10ετής οικονομική κρίση διατηρεί το αποτύπωμά της στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, τα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται στο κατώφλι σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων (υπερχρέωση και φτώχεια). Είναι προφανές ότι η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, η οποία αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη διαμόρφωση ενός ενάρετου κύκλου της ελληνικής οικονομίας, που θα παράξει περισσότερες θέσεις εργασίας και θα αυξήσει τις επενδύσεις, δεν μπορεί να υλοποιηθεί αποτελεσματικά αν δε συνδυαστεί με ένα μίγμα σύγχρονων παρεμβάσεων στην κοινωνική πολιτική και την εισοδηματική επάρκεια των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τούτο σημαίνει ότι η μείωση των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος είναι καταλυτική για την απόσπαση περισσότερων βαθμών ελευθερίας στην οικονομική πολιτική. Σε επίπεδο διαχείρισης της καθημερινότητας, υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι που αφορούν το ενδεχόμενο πλήρους έκθεσης των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων σε μια κατάσταση υπερχρέωσης και μαζικών πλειστηριασμών (συμπεριλαμβανομένης και της α’ κατοικίας) και συνεπώς διάρρηξης της κοινωνικής σταθερότητας, που φαίνεται να έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δείχνουν ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα ο όγκος των ληξιπρόθεσμων οφειλών (105,6 δις €).
Παράλληλα, υπογραμμίζεται η ανάγκη αναδιάρθρωσης της εισοδηματικής βάσης ώστε να συμβάλλουν οικονομικά, δυναμικά στρώματα της κοινωνίας τα οποία βρίσκονται εκτός αγοράς, σε αδράνεια ή έχουν αναζητήσει το μέλλον τους στο εξωτερικό. Άλλωστε, για να υπάρξει προσανατολισμός σε μια παραγωγική και εξωστρεφής οικονομία, πρέπει η μισθωτή εργασία και τα επιχειρηματικά κέρδη να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο συνεισφοράς στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Τέλος, όλες οι παρεμβάσεις της οικονομικής πολιτικής πρέπει σταδιακά να προσαρμόζονται στους στόχους της δίκαιης μετάβασης σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς σημαντικοί κλάδοι αναμένεται να αναδιαρθρωθούν για να αντιμετωπίσουν σύγχρονα ζητήματα όπως η κλιματική προσαρμογή, η απώλεια θέσεων εργασίας παραδοσιακών κλάδων, η οικονομία των δικτύων και διαμοιρασμού. Συνεπώς, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και η μετάβαση σε ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πραγματικότητας, και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, αφήνει περιθώρια ανάπτυξης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών και της εγχώριας οικονομίας. Ωστόσο, αυτό απαιτεί ένα πλαίσιο που θα εξυπηρετεί τον προσανατολισμό σε πολιτικές που
στηρίζονται στη βιώσιμη ανάπτυξη, την υγιή επιχειρηματικότητα με κανόνες απέναντι σε ισχυρές ολιγοπωλιακές διαρθρώσεις και με ισότιμη συμμετοχή στην οικονομική ευημερία.
Ετήσια έρευνα για το Εισόδημα & τις Δαπάνες Νοικοκυριών 2019 Βασικό συμπέρασμα
Παγιώνεται η άποψη ότι έχουμε υπερβεί πλήρως την οικονομική κρίση. Για πρώτη φορά το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προβλέψεων για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού είναι θετική (27,7% έναντι 21,9%)
ΚΥΡΙΑ ΕΥΡΥΜΑΤΑ
Οι ρυθμίσεις οφειλών φαίνεται να έχουν ευεργετικές συνέπειες, καθώς το 70,8% των οφειλετών δηλώνει ότι έχει αξιοποιήσει τουλάχιστο κάποια διάταξη αναδιάρθρωσης οφειλής στις φορολογικές αρχές.
1 στα 10 νοικοκυριά δηλώνει ότι ένα τουλάχιστο μέλος της οικογένειας έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό για την εύρεση εργασίας. Για πρώτη φορά καταγράφεται σε έρευνα ότι ένα ποσοστό περί το 30% των αποδημούντων έχει επιστρέψει στη χώρα μας κάποια προηγούμενη χρονική περίοδο.
Ως προς την άσκηση οικονομικής πολιτικής, η πλειονότητα των νοικοκυριών θεωρεί ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων εν γένει πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα