ME ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ COVID19

Μόλις τα τελευταία 2 χρόνια οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είχαν αρχίσει αργά αλλά σταθερά να ανακάμπτουν από την δεκαετή οικονομική κρίση. Δεν λησμονούμε ότι κατά την διάρκεια της κρίσης περισσότερες από 200.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν με συνέπεια την απώλεια περισσότερων από 650.000 θέσεων απασχόλησης. Είναι επίσης γεγονός ότι η έξοδος από τα μνημόνια βρήκε την ελληνική οικονομία κατά 20% συρρικνωμένη σε σχέση με την έναρξη της κρίσης, και με σχεδόν διπλάσια ανεργία σε σχέση με το 2008.

Ο στόχος λοιπόν της δημοσιονομικής εξυγίανσης και σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας επετεύχθη πληρώνοντας ένα πολύ βαρύ τίμημα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πλήρωσαν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές.

Το ξέσπασμα της πανδημίας δημιούργησε μια νέα πολυ-επίπεδη κρίση οι επιπτώσεις της οποίας, παρόλο που δεν είναι ακόμα δυνατόν να υπολογιστούν σε όλο τους το εύρος, έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμα τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.

Η κατά γενική ομολογία έγκαιρη αντίδραση της κυβέρνησης για λήψη εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας έχει βοηθήσει την ελληνική κοινωνία και οικονομία να αποφύγουν τα χειρότερα των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης.

Ωστόσο ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης προκαλεί σοβαρές επιπλοκές στην οικονομική και κοινωνική λειτουργία.

Στο πλαίσιο αυτό το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διεξήγαγε το προηγούμενο διάστημα έρευνα προκειμένου να προσδιοριστούν οι σημαντικότερες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν το 99% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και προσφέρουν το 80% των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.

Με βάση την έρευνα αυτή δυο στοιχεία επισημάνθηκαν ως πιο σημαντικά σχετικά με την λειτουργία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Το πρώτο αναδείκνυε την έλλειψη ρευστότητας ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι 8 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Το δεύτερο ζήτημα, που συνδέεται σε ένα βαθμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας, αφορούσε στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε πως 1 στις 7 επιχειρήσεις ενδέχεται να διακόψουν την δραστηριότητα τους το επόμενο διάστημα.

Τα δυο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν τις σοβαρές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και όπως είναι επόμενο επηρεάζουν και την αγορά εργασίας, που φαίνεται πως αλλάζει δραματικά.

Καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σημαντικοί περιορισμοί έχουν τεθεί στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας.

Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμα της με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον.

Με βάση τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Απρίλιος 2020) εκτιμάται ότι το επόμενο διάστημα κινδυνεύουν να χαθούν 250.000 θέσεις απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι). Εάν σε αυτό συνυπολογιστεί και το πάγωμα των προσλήψεων λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας που προκαλεί η πανδημία τότε το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (27%) και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό.

Δημιουργούνται προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας, διεύρυνσης των ανισοτήτων και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.

Θα πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι συγκρινόμενη με άλλες χώρες, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική βοήθεια που πρόσφερε η Ελλάδα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά προς ανακούφιση από τις επιπτώσεις των απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας, φαίνεται πως είναι σχετικά περιορισμένης έκτασης, ενώ από την άλλη μεριά η σύνθεση τους δημιουργεί προϋποθέσεις η αναμενόμενη ύφεση να διαρκέσει αρκετά περισσότερο από έναν χρόνο. Ειδικότερα τα μέτρα πού έχει λάβει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ανακοινώθηκαν πρόσφατα βασίζονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία στην δανειοδότηση των επιχειρήσεων και στην μεταφορά φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το μέλλον και πολύ λιγότερο σε άμεσες οικονομικές ενίσχυσης υπό την μορφή των επιχορηγήσεων.

Για να έχουμε μια συγκρίσιμη εικόνα των οικονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη πρέπει να πάμε ακόμη νωρίτερα, συγκεκριμένα στις 16 Απριλίου 2020. Με βάση εκείνα τα στοιχεία οι ενισχύσεις της Ελλάδας ήταν από τις πλέον συγκρατημένες. Ενδεικτικά, οι άμεσες δημοσιονομικές ενισχύσεις ανήλθαν σε 1,1% του ΑΕΠ, όταν στην Γαλλία και την Πορτογαλία ανήλθαν σε 2,4% και 2,5%, αντίστοιχα, ενώ στη Γερμανία έφτασαν το 10,1% του ΑΕΠ! Η οικονομική επιβάρυνση που επισείουν οι παρατάσεις πληρωμών φορολογικών κι άλλων υποχρεώσεων στην Ελλάδα ανέρχεται σε 2% του ΑΕΠ, όταν στην Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και τη Γερμανία ανέρχονται σε: 9,4%, 11,1%, 13,2% και 14,6%! Εξ ίσου συντηρητικά ήταν και τα μέτρα που αφορούσαν τον τρίτο πυλώνα, την παροχή ρευστότητας και εγγυήσεις. Στην Ελλάδα ανήλθαν σε 0,5% του ΑΕΠ όταν σε Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία ανήλθαν σε: 5,5%, 9,1%, 14%, 29,8% και 27,2% (Πηγή: Ινστιτούτο Bruegel). Οι φειδωλές κρατικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα, από κοινού με το μεγάλο ειδικό βάρος του τουριστικού κλάδου στην χώρα μας, συνετέλεσαν ώστε η Ελλάδα με βάση τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις να είναι αντιμέτωπη το 2020 με την μεγαλύτερη ύφεση σε όλη την Ευρώπη, «ύψους» 9,7%, λίγα μόλις χρόνια μετά το προηγούμενο ρεκόρ ύφεσης που κατέγραψε έκτασης 26% του ΑΕΠ, λόγω των μνημονίων. Με βάση αυτά τα δεδομένα απαιτούνται να υιοθετηθούν πιο γενναία μέτρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας, διαφορετικά κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μιαν ανυπολόγιστης μεγέθους καταστροφή. Η πρόσφατη πρόταση Μέρκελ – Μακρόν για την δημιουργία ταμείου ανάκαμψης που θα χορηγήσει ποσό ύψους 500 δισ. Ευρω υπό την μορφή επιδοτήσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας κι ενώ αναμένεται η ανακοίνωση για το ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης, αποτελεί μια σχετικά ελπιδοφόρα είδηση, που ωστόσο θα πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη.

Με βάση τα προαναφερόμενα, για την ανάσχεση των πλέον δυσμενών επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση η ΓΣΕΒΕΕ με το παρόν υπόμνημα καταθέτει προς την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα τους βασικούς άξονες πολιτικής που θεωρούμε ότι πρέπει να ακολουθηθούν ώστε η δύσκολη επαναφορά στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα να επιτευχτεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.

Βιβλιογραφική αναφορά

ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. (2020), «Άξονες πολιτικής για τη διάσωση των επιχειρήσεων, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής την περίοδο του COVID19», Κείμενα Γνώμης ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Νο.13/2020, Μάιος, σσ. 68 

Το παραδοτέο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου «Θεσμική, ερευνητική και επιχειρησιακή ενδυνάμωση της ΓΣΕΒΕΕ» με κωδικό ΟΠΣ 5001290. Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού Εκπαίδευση και Δία Βίου Μάθηση 2014-2020».

Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι μελετητικός φορέας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας και υποστηρίζει επιστημονικά τη ΓΣΕΒΕΕ.

 

Το ΚΕΚ ΓΣΕΒΕΕ είναι εκπαιδευτικό κέντρο, πανελλαδικής εμβέλειας και του έχει χορηγηθεί άδεια Κέντρου Δια Βίου Μάθησης Επιπέδου 2